Παίζει το Σκυλί με τον Κώστα Λειβαδά
Αδέσποτο φαντάζομαι. Γιατί τα δεσποζόμενα είναι κατά κύριο λόγο ράτσας και τα περισσότερα τα έχουν φλωρέψει οι ιδιοκτήτες τους. Σκάνε μια περιουσία και παίρνουν λ.χ. ένα καθαρόαιμο μπόξερ, ένα λαμπραντόρ, ένα δεν ξέρω εγώ τι και το κάνουνε μπιμπελό και ριχτάρι του καναπέ φορώντας του ρούχα, βάζοντάς του φιογκάκια, κουδουνάκια, βλακειούλες γενικώς κι έρχονται τα ζώα και ξεχνούν τη φύση τους. Ενώ το αδέσποτο είναι άλλο πράγμα. Έχει γεννηθεί στο δρόμο είναι αγνώστου πατρός έχει φάει την κλωτσιά σύννεφο αλλά έχει μάθει να επιβιώνει και οσμίζεται το χάδι από χιλιόμετρα. Τρελαίνομαι να βλέπω τα λίγα που έχουν απομείνει στο Σύνταγμα τα οποία περιμένουν το φανάρι για να περάσουν απέναντι προς Ερμού μεριά, κι ακόμα σφίγγεται το στομάχι μου στην ανάμνηση μιας παλιάς εικόνας. Ήμουν προς το τέλος της Ηλιουπόλεως, στο Α΄ Νεκροταφείο, έτοιμη να στρίψω δεξιά όταν είδα έναν αλητάκο να σκύβει στο ρείθρο του πεζοδρομίου που είχε μαζευτεί λίγο νερό της βροχής να σκύβει για να ξεδιψάσει. Τις σπάνιες φορές που εδώ στην Αθήνα ακούω τα βράδια γαυγίσματα από μακριά ένα φτερό κινείται στην καρδιά μου. Σαν ένα κάλεσμα ωραίων αγνώστων για ένα ταξίδι που δεν θα χει γυρισμό αλλά θα κρατήσει για πάντα. Καλησπέρα σας.
Πολύ σωστά έχετε ένα φόβο. Ακόμα πιο σωστά σκέφτεστε ότι όλα αυτά θα μείνουν όνειρα -πόθοι ασεβείς λέγονται πια. Ποιος θα σου δώσει πίσω τη ζωή τα χρόνια σου όσα ξέχασες; Δεν εννοούσαν ακριβώς αυτό όταν χρόνια και χρόνια στο σχολειό μας έβαζαν να γράφουμε για την Αποταμίευση κι ο νικητής κέρδιζε έναν κουμπαρά μ’ ένα πεντακοσάρικο μέσα- το νόμισμα ανάλογα με την αξία του στις εποχές. Δεν υπάρχει κουμπαράς ούτε γραφείο απολεσθέντων βίων και αισθημάτων. Αν δεν φροντίσει κανείς μόνος του να καταχωρίσει κάπου τα σημαντικά του είναι καταδικασμένα στην αιώνια λήθη. Αφ ενός γιατί ποιος νοιάστηκε παιδιά για τις αναμνήσεις και τα σώψυχα του άλλου αφ ετέρου εσύ που νοιάζεσαι γιατί είναι δικά σου μεγαλώνεις και οδεύεις προς μιαν ωραία άνοια όπου δεν θα θυμάσαι ούτε το όνομά σου. Γι αυτό φωνάζω έξω τις νύχτες: γράψτε, ζωγραφίστε, τραγουδήστε, μιλήστε, πείτε τα φωναχτά στον άλλον, τους άλλους, όπου έχει ο καθένας. Μεταδώστε την πληροφορία θα έλεγε ένας τεχνοκράτης. Στείλτε σήματα καπνού λέμε εμείς. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο που εκείνη την ώρα κοιτάζουν τον ουρανό για να διαβάσουν κάτι.
Νομίζω ότι ερωτεύομαι -μου έγραψε ένας νεαρός φίλος του ιατρείου που τώρα κάνει τη θητεία του. Και μου ζήτησε να παίξω τη Μοναξιά του σχοινοβάτη! Λέμε λέμε για τα νέα παιδιά, αλλά την αλήθεια τους δεν θα την πούμε εμείς, εκείνα θα τη βρουν. Ένστικτο είναι που βουτάνε τον έρωτα μέσα στη λύπη; Έχουν τα σώματά τους μνήμη από τα δικά μας και θλίβονται σε βαθμό ανησυχητικό για την ηλικία τους; Δεν ξέρω. Και δεν κρύβω πως μ’ αρέσει να καταλαβαίνω ότι σκέφτονται, ότι αναλύουν τα συναισθήματά τους όσο μπορούν, δεν ξεπετάνε τις μικρές αλήθειες που σιγά σιγά φύονται στη ζωή τους. Όχι, αυτά αποκλείεται να τα βρήκαν και να τα έμαθαν στο Google. Άλλη μηχανή αναζήτησης χρησιμοποιούν. Βιβλία φαντάζομαι, ταινίες, τραγούδια, λόγο και εικόνα και κίνηση που έχουν το μαγικό κλειδί της καρδιάς. Ένα πράγμα θέλω να πω μόνο στο νεαρό μου φίλο. Μόλις βεβαιωθείς ότι ερωτεύτηκες μη βιαστείς. Στο ρελαντί η βόλτα στο όνειρο. Το γιατί θα το καταλάβεις μόνος σου αργότερα. Ν’ ανοίξω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι τελευταία οι Κατσιμιχαίοι δέχτηκαν μια χυδαία επίθεση από διάφορα τρωκτικά του Τύπου, ότι κατέστρεψαν το έντεχνο και κάτι τέτοιες ηλιθιότητες. Καλά ο Χάρης και ο Πάνος δε μασάνε από τέτοια. Έλα όμως που μασάω εγώ και γίνομαι πύραυλος. Ένα σας λέω, το πρωινό μου επάγγελμα (πώς λέμε το πρωί μαθήτρια το βράδυ καθηγήτρια) είναι χρόνια που έχει γίνει λερό και κατακίτρινο. Τώρα πέρασε σε άλλο επίπεδο. Σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών και εκδίκησης επί προσωπικών θεμάτων. Ευλογείτε.
Παίζει το 700 ευρωώ το μήνα με τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη
Πολλή φασαρία κάνουν οι…. 700ρηδες. Ιδού η γενιά σου προηγούμενε φίλε μου. Αγόρια και κορίτσια σαν κι εσένα που σκέφτονται και κάνουν τέχνη τις ανησυχίες τους. Ήταν βέβαια ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης που ολοκληρώνει ιδίοις αναλώμασι τον δίσκο του, από τα δείγματα που έχω στα χέρια μου αλλά και από πληροφορίες που ήρθαν μέχρι εδώ μαθαίνω ότι θα είναι ένας δίσκος που θα μας ταρακουνήσει. Αυτό που ακούσαμε είναι από τα… πειρακτικά ας το πούμε κομμάτια του δίσκου και αυτή είναι και η οριστική του μορφή. Ν’ ακούσουμε όμως τι μπορεί να κάνει ο Αλέξανδρος και στα βαθιά νερά του λόγου ενός Γιώργου Σεφέρη.
Παίζουν οι Θεατρίνοι με τον Αλ Εμμανουηλίδη
Άψογα. Και δεν είναι αυτή η οριστική μορφή του κομματιού. Η νέα γενιά ζητάει το χώρο της, κι ας δεν της τον δώσουν θα μάθει να τον κλέβει για να παραφράσω και τον Ευαγγελάτο. Ποτέ μου δεν πίστεψα στα χαμένα ταλέντα. Χαμένες ζωές και ψυχές τις ποντάρω, τα ταλέντα ουδέποτε. Το Ιντερνετ όσο και να το δαιμονοποιήσουν έχει ανοίξει τις πύλες του ανεξήγητου που θα έλεγε και ο κ. Χαρδαβέλας, που θα πει η δημοσιότητα δεν είναι πλέον ελέγξιμη από τις εταιρείες και την αγορά. Οπότε ίσως κάποτε αυτό που σιχαινόμαστε, τη φράση «αυτά θέλει ο κόσμος», να τη βρούνε και να τη βρούμε μπροστά μας με ανάποδο τρόπο. Ο κόσμος να θέλει δηλαδή αυτά που βλέπει κι ακούει στο διαδίκτυο και όχι το καινούργιο γαύγισμα κάποιας και κάποιου πλατινένιου της Συγγρού και της Ιεράς Οδού.
Ένα πολύ τρυφερό κομμάτι από τους 10 παιδικούς καημούς του Γιώργου Σταυριανού. Ενός συνθέτη που είναι σαν να κάνει ανταρτοπόλεμο με τη δισκογραφία από το 1980 μέχρι σήμερα. Βγάζει ένα δίσκο εξαφανίζεται, ξαναβγάζει δίσκο ξαναχάνεται, στο μεταξύ γράφει βιβλία, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αλλά το παράπονό του νομίζω ότι είναι το τραγούδι. Είναι από τους ανθρώπους που στρίμωξε η δισκογραφική αγορά, δεν κατάφερε φυσικά να τον εξαφανίσει αλλά του πλήγωσε αρκετά τα φτερά του.
Παίζει το Post love με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη
Πολύ χαίρομαι. Που κέρδισε έστω κι ένας ρε παιδί μου αυτή την παρτίδα. Δεν θέλω να σπείρω δαιμόνια παλαιά και να ρωτήσω: αυτή η νίκη πόσο κράτησε; Θα ήταν άδικο. Υπάρχει αγάπη σοβαρή για κάθε διάσταση. Αγάπη για μια ζωή, για δυόμιση χρόνια, για ένα μήνα. Υπάρχει και μια αγάπη πολύ πολύ γερή: Η Αγάπη του όσο διαρκεί ένα βλέμμα.
Παίζει ο Χαμένος ήχος με τον Μανώλη Μητσιά από ζωντανή ηχογράφηση
Όχι μόνο του Σταύρου Ξαρχάκου αγαπητέ Μανώλη Μητσιά, και του Κώστα Κινδύνη, ενός πάρα πολύ αξιόλογου στιχουργού που δεν γνώρισε ποτέ τη φήμη που του ανήκε. Είδατε πως τρέξαμε τα χρόνια πίσω; Στον ΕΛΑΣ επιλοχία ήταν ο νέος εκείνης της εποχής και η γυναίκα που τον αγάπησε είχε σταθεί σ’ αυτή τη φωτογραφία για πάντα, ακόμα κι όταν ήρθαν μετά οι καιροί των συμβιβασμών των ταπεινώσεων και της μεγάλης ένδειας. Αυτό μ αρέσει στα τραγούδια. Που διασχίζουν τον χρόνο οριζόντια και κάθετα κι είναι θέμα δευτερολέπτου να βρεθείς από αντάρτης στον Γράμμο, δερβίσης στη γείτονα χώρα.
Από τα ωραιότερα τραγούδια της ελληνικής δισκογραφία και από την εποχή που ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου ενώνοντας τους δείκτες τους -όπως σ’ εκείνη την αριστουργηματική εικόνα του Μιχαήλ Αγγελλου στην Καπέλα σιξτίνα που ο θεός τείνει το χέρι του στον άνθρωπο- γεννούσαν θαύματα. Και πιστεύω ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία της Δήμητρας Γαλάνη δίνει στο κομμάτι την απόλυτη διάστασή του. Σήμερα αλλού κι αλλιώς ο καθένας, τα θαύματα λιγόστεψαν αν δεν εξέλιπαν κιόλας αλλά ας μη γκρινιάζουμε. Ευλογία για το τραγούδι πολλά από τα πάρα πολλά που έχουν ήδη κάνει. Ίσως μια αγρανάπαυση να τους ξανάδειχνε το δρόμο για το θαύμα. Λέω-εγώ-τώρα.
Παίζει η Τζένη των πειρατών με την Χάρι Αλεξίου
Αυτή ειναι: Και η Χάρις και η Χαρούλα και η Αλεξίου και η Ρουπάκα και η Θηβα και η Αθηνα και τα στάδια όλου του κόσμου. Χαμός γίνεται στο διαδίκτυο, μιλάμε για μουτζαχεντίν που έτσι και ψελίσεις οτι δεν σου άρεσε ο νέος της δίσκος σου παίρνουν το κεφάλι σε δευτερόλεπτα. Δεν χρειάζονται αυτα. Κι εκείνη δεν χρειάζεται όλα τ’ αλλα που κάνει σε επίπεδο δημοσιότητας. Η ιστορία της εχει ήδη γραφεί και ειναι πολύ σημαντική. Η φασαρία που γίνεται σήμερα δεν ειναι παρά λίγη σκόνη στο σύμπαν.
Ως εδώ γι’ απόψε, με το οργανικό κομμάτι που έγραψε ειδικά για την εκπομπή η Μαρία Παπαγεωργίου. Το ιατρείον ασμάτων, ο φύλακας διάβολός σας, θα ξανανοίξει την επόμενη Τετάρτη ακριβώς τα μεσάνυχτα.
Μείνετε συντονισμένοι στο Β΄ Πρόγραμμα.
Εδώ η μουσική ακούγεται και καμιά φορά πονάει κιόλας