Χαθήκαμε λίγο. Κάτι μια αδιαθεσία δική μου κάτι μια παράλυση όλης της χώρας ούτε το νοίκι του δε θα βγάλει το Ιατρείο αυτό το μήνα. Έγινε τίποτα σοβαρό όσο έλειπα; Όλα καλά; Αποφάσισα να μην αφήσω κανέναν να με τρελάνει. Το κάνω και μόνη μου αν χρειαστεί. Δε μπορώ να ζήσω με τόσα ανεπίλυτα ερωτήματα: Θα ζήσω μέχρι τη σύνταξη; Κι αν θα ζήσω θα πάρω σύνταξη; Κι αν συμβούν και τα δυο, δηλαδή και ζήσω και πάρω σύνταξη, θα μου φτάνει να πληρώνω το νοίκι για το χαρτόνι στο οποίο θα κοιμάμαι στη Σταδίου και για κάνα τσιγαράκι από το περίπτερο; Μην το παίρνετε αστεία. Έρχονται αυτά. Και ευτυχώς, προσωπικά. απέφυγα να διαιωνίσω και το δικό μου είδος και το ανθρώπινο γενικότερα. Όσοι έχετε εκείνα τα μικρά ανθρωπάκια που σκουντουφλάν σήμερα στα έπιπλα πώς έχετε ανάσα στη σκέψη πως, αν τα αφήσουν να μεγαλώσουν, θα σκουντουφλάνε από την πείνα το αλκοόλ ή τη τρέλα; Υπερβάλω; Λαϊκίζω; Κιτρινίζω; Ό,τι πει ο λαός. Σταματάω. Δυο λέξεις μόνο: Τρεις νεκροί. Τρεις…. νεκροί.  Καλό βράδυ να έχουμε οι ζωντανοί.
Παίζει το Ποιος τη ζωή μου με τους αδελφούς Κατσιμίχα
Που να ξέρω εγώ κύριε ποιος κυνηγάει τη ζωή σας; Μη με μπλέκετε με κομμουνιστικά. Έχω χρέη. Δεν έχω εγώ τη ζωή σας. Εσείς την είχατε και μάλλον κάπου την ξεχάσατε ή…. σας παράπεσε. Ααααα! Δεν μας φτάνουν τα προβλήματα μας έχουμε και τα δίδυμα με τις απορίες τους: Τρεις νεκροί;
Παίζει η Παράγκα με τον Διονύση Σαββόπουλο

1963-64-65 Μόνες αλλαγές; Οι φυλλάδες κάνουν μέχρι και 3 ευρώ, ένα χιλιάρικο δηλαδή στην τότε γλώσσα και ο χαφιές δεν μας ακολουθεί, μας παρακολουθεί: από κάμερες, από στοιχεία που δίνουμε αθώα στο διαδίκτυο, από δορυφόρους που με ατέλειωτα ζουμ μπορούν να σε φωτογραφίσουν ακόμα κι εκεί που μέχρι κι ο βασιλιάς πάει μόνος του. Ατέλειωτη παράγκα. Νεκροί τρεις.

Αν ήμουν αστρολόγος θα έλεγα πως εδώ έχουμε μιαν από τις ευτυχέστερες συναστρίες. Προσέξτε σύνθεση ομάδας: Στίχοι Νίκος Γκάτσος, μουσική Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεία Μίκης Θεοδωράκης. Το κομμάτι λέγεται Ελλαδογραφία κι είναι η ιστορία μας έστω και μέσα από την επικέντρωση του θέματος στην πόλη των Αθηνών. Στα σχολεία τα βάζουν άραγε καμιά φορά αυτά τα τραγούδια στο μάθημα της ιστορίας ή τη διδάσκουν έτσι ξερά, όπως στα χρόνια μου, και ζορίζουν τα μικρά με ημερομηνίες ονόματα και μάχες και ουσίας μηδέν εις το πηλίκον; Ναι: τρεις οι νεκροί.
Για τα δάκρυα των πραγμάτων δεν γνωρίζω. Τα δάκρυα των ανθρώπων  πάντως έρχονται πάντοτε αργά.. Προηγούνται οι συμβιβασμοί οι ταπεινώσεις, οι εκποιήσεις οι αλλοτριώσεις, έτσι που και με τον άνθρωπό σου γίνεσαι εχθρός και με τον εαυτό σου ξένος. Οι νεκροί τρεις.
Ο Παβλόφ φταίει χρυσή μου που βάφτισε τα εξαρτημένα αντανακλαστικά μας ή μήπως τα έρμα τα σκυλιά που τα κάνουν πείραμα για να δουν πού είμαστε ελαττωματικοί εμείς; Γεια σου Δανάη Παναγιωτοπούλου που έφερες άλλη μια κόρη στο φλεγόμενο κόσμο μας. Πολύ θα ήθελα να κληρονομήσει την ήρεμη δύναμη του Γιώργου κι από σένα αυτό το μαγικό τον σχεδόν υπερφυσικό τρόπο να διηγείσαι τα πιο σκληρά πράγματα με τρυφερότητα σχεδόν. Κι εύχομαι όταν μεγαλώσει να μη χρειαστεί ποτέ, σε καιρούς ειρήνης και δημοκρατίας ,να αρθρώσει: Ναι, τρεις οι νεκροί.
Και είπεν ο αρχάγγελος: Νεκροί τρεις.
Είναι αλήθεια. Αυτό το στόμα δεν φιμώθηκε ποτέ. Μπορεί πολλές φορές να μας έκανε τα νεύρα νερό και τη δύναμη λύπη με τις παρεμβάσεις του αλλά του το οφείλουμε του Μίκη. Είναι ο μόνος πνευματικός άρχων που παίρνει θέση. Από κει και πέρα… Η μαύρη σιωπή των αχαμνών, ευπώλητων και μη, και οι νεκροί τρεις.
Παίζει η Αλίκη με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου
Να που ο Β. Παπακωνσταντίνου άμα θέλει μπορεί να φωνάζει και να ουρλιάζει αλλά όχι επί ματαίω. Επί αίματος. Τέλος πάντων. Κραυγή από τη δεκαετία του 1980 που είχε και έχει μέλλοντα διαρκείας. Δυο τομείς διώχνουν κόσμο τα τελευταία χρόνια και θα διώχνουν όλο και περισσότερο από εδώ και πέρα: Οι επιχειρήσεις -που απολύουν- και οι ψυχίατροι -που δεν προλαβαίνουν. Τρεις νεκροί.
Θα ήθελα να κλείσουμε την αποψινή μας επικοινωνία μ ένα μικρό ελάχιστο αφιέρωμα στο Νίκο Γκάτσο ο οποίος σαν πριν μια ώρα, χτες Τετάρτη δηλαδή και πριν από 18 χρόνια βγήκε για πάντα στου ονείρου τα μπαλκόνια.
Ξέρω τι σκέπτεστε. Κι ας πούμε κυρά μου ότι ζούσε ο Νίκος Γκάτσος σήμερα, θα ήταν λες με πανό στη Σταδίου; Όχι, σε καμιά περίπτωση. Στο GB θα ήταν ως συνήθως και θα περίμενε το Μάνο Χατζιδάκι (παρένθεση: άλλος που θεωρώ ότι θα είχε τοποθετηθεί δημόσια σε τέτοιες καταστάσεις), θα έπινε το ουισκάκι του, θα κοιτούσε τον κόσμο όσο μπορούσε πίσω από τις πλάτες των ΜΑΤ, και με το σκυθρωπό του βλέμμα θα έλεγε στο φίλο του: Τα έμαθες: Τρεις νεκροί.
Όχι δεν τον αθωώνω. Αλλά ναι τον ξεχωρίζω. Δεν χρειάζεται να απαριθμήσω πόση ματωμένη Ελλάδα έβαλε στα χείλη όλων μας επί δεκαετίες, πόσο πολιτικός υπήρξε πέρα και πάνω από το λυρικό του προσωπείο. Τα ξέρετε. Πιστεύω πως υπάρχουν άνθρωποι που τους αθωώνει τόσο πολύ το έργο τους ώστε το μόνο το οποίο έχουν να κάνουν είναι να κοιτάζουν με απέραντη θλίψη τις προφητείες τους να επαληθεύονται στους δρόμους και στην κανονική ζωή. Δεν είναι πολλοί ανά τους αιώνες. Ένας τους ο Νίκος Γκάτσος. Νυν και αεί.
Ως εδώ γι’ απόψε. 
Μείνετε συντονισμένοι στο Β΄ Πρόγραμμα.
Εδώ η μουσική ακούγεται και καμιά φορά αιμορραγεί κιόλας
Α δεν θέλω ξενέρωτα πράγματα. Με την Κυριακή συμφωνούμε απόλυτα. Έτσι κι αλλιώς είναι η μέρα των οικογενειακών μας θανάτων. Αλλά τι είναι όλα τα άλλα; Τι εξωφρενικές μετριότητες είναι αυτές; Να με πάρει ο ύπνος στο τιμόνι και θα σκοτωθώ στο ψιλόβροχο; Με καμία Παναγία. Εγώ θέλω έξω φωνή ως το τέλος. Αν είναι να έρθει σε ώρα που οδηγώ -όπως κακή ώρα μου ήρθε πέρσι το ισχαιμικό στο κεφάλι- τότε θέλω μεγαλεία. Μια μετωπική με νταλίκα. Να περάσει από πάνω μου το τρένο καθώς θα διασχίζω παρανόμως την Κωνσταντινουπόλεως. Να μην έχω ανάψει τη μεγάλη σκάλα σ’ εκείνη την απαίσια στροφή μετά τη Βάρκιζα να το πάω όλο ευθεία και να πέσω με 140 στο Σαρωνικό. Μεγαλείο θέλω. Όχι να φύγω από τη γλίτσα της Αμφιθέας. Ξέρω ξέρω κοντεύει η ώρα ν’ αρχίσουν οι μηνύσεις εναντίον μου από όλους τους ποιητές τους στιχουργούς και τους μουσικούς που τους πετσοκόβω εδώ στα μέτρα μου τα οποία κάθε Τετάρτη είναι και διαφορετικά. Μέχρι ν αρχίσουν οι νομικές κυρώσεις το περνάω ντούκου και άντε παιδιά εμείς τη δουλειά μας εδώ. Καλησπέρα σας.

Ενός τσιγάρου διαδρομή από φαράγγι σε κορμί. Για να φτάσει να κλείσει η αρτηρία στο 95% φαντάσου πόσα φαράγγια πόσα κορμιά πόσα τσιγάρα. Το του έρωτα μέγα κακό εν προκειμένω είναι ότι εγώ έκανα μόνο τα τσιγάρα, όλα τα άλλα τα έκανες εσύ. Εξ ου κι οι εντατικές και οι ανατάξεις ενόσω εσύ από μια παλιά ζωή συνέχιζες να καταστρέφεις τα συναισθήματα των ανθρώπων. Η ειρωνεία της ζωής. Άλλος πίνει άλλος πληρώνει για να το πω κομψά. Που βέβαια τους ενώνει ένας απίστευτος γκρεμός, τι να κάνουμε; Κάπου σε πήρε το μάτι μου τις προάλλες εκεί στις τηλεοράσεις και στα αιμομικτικά κανάλια τους. Σοκαρίστηκα. Γέρασες. Και φαίνεται. Μόνο το γέλιο μου φάνηκε ακόμα ίδιο. Ως προς το σχέδιο δηλαδή. Γιατί όταν άκουσα τον ήχο του κατάλαβα πόσοι πνιγμένοι λυγμοί το σχηματίζουν πια.

Τι ωραίες ψευδαισθήσεις! Τι ανόητοι και ασεβείς πόθοι. Από αλλού ήρθε η αγάπη και άλλος σου άναψε φωτά να ζεσταθείς. Το πρόσωπο που επικαλείσαι πέθανε μαζί με τα καλντερίμια, το πέταξε κι αυτό ο χρόνος έξω από τη διαδρομή σου. Τυπικά ζει αλλά δεν θα καταδεχόταν να σου στείλει ούτε ένα δάκρυ. Σε φοβάται. Πάντα σε φοβόταν γιατί ένιωθε ότι είσαι μοίρα. Τη νύχτα που σήκωσαν το σώμα σου από τα καλντερίμια όπου είχες τσακιστεί κάποιος σου χτύπησε φιλικά την πλάτη και σου ψιθύρισε: Έλα μην κάνεις έτσι. Θα ξαναγαπήσεις. Το ξέρω του είπα και θα είμαι και καλύτερα. Αλλά ένας είναι πάντα εκείνος που σε κάνει κομμάτια μια για πάντα. Αφήστε με τώρα κύριε να πάω να τον κηδέψω.

Δεν θα έρθει καλέ μου. Δεν θα έρθει. Αν επρόκειτο… θα ήταν ήδη εκεί. Μάθε λοιπόν κάθε χρόνο στα γενέθλιά σου να βάζεις στην τούρτα πάντα ένα κεράκι παραπάνω από τα χρόνια σου για εκείνη την αγάπη που δεν. Σε άλλα σώματα θα βρεις να κρυφτείς, σε άλλα πρόσωπα θα καθρεφτίσεις τη λύπη σου σε άλλες ζωές θα διαχέεσαι με ό,τι καλύτερο έχεις να δώσεις. Ειλικρινής και ψεύτης ταυτόχρονα. Όπως όλοι. Αφοσιωμένος και φευγάτος την ίδια στιγμή. Όπως όλοι. Με το αγκάθι κρυμμένο στα μαλλιά για να ρωτάνε όλοι πού οφείλεται αυτή η σταθερή λεπτή λωρίδα αίματος που κόβει το πρόσωπό σου στα δύο. Κι εσύ θα λες: το αίμα είναι του Χριστού. Εγώ, είμαι ο Ιούδας.
Υπάρχει ξέρετε και η ατομική ευθύνη κύριε Αγγελάκα. Τι ποιος φταίει και ποιος κλαίει; Εσείς κλαίτε, μαζί κι εμείς, κι εσείς επίσης φταίτε όπως το ίδιο κι εμείς. Από μια  ηλικία και μετά οι γονείς οι δάσκαλοι ο παπάς της ενορίας και οι διακόσιες θείες που μας έπρηξαν απαλλάσσονται των καθηκόντων τους ως υπεύθυνοι του τι γίναμε και μας κάνουν γονική παροχή πάσα ευθύνη και τιμωρία. Θα μου πεις ποιος μας έπλασε έτσι και γίναμε τέτοιο ζυμάρι κι όχι από το άλλο το πολυτελείας. Γιατί εμείς βγήκαμε φραντζολάκια για σάντουιτς και όχι κρουασάν σοκολάτα;. Ε τώρα έχει χαθεί κι ο Φρόυντ δεν τον βρίσκω ούτε στο τηλέφωνο τελευταία. μην το παιδεύετε. Γίναμε αυτό που μας σχεδίασαν που μας έπλασαν να γίνουμε κι όσοι ψάξαμε νωρίς οδό διαφυγής από τα προκατασκευασμένα γίναμε ό,τι μπορέσαμε από μόνοι μας. Ό,τι μπορέσαμε ή ό,τι αντέξαμε. Αν πάλι αναφέρεστε στο σύστημα που ξωπεταχτήκαμε να ζήσουμε δεν έχω καλά νέα Είμαστε μέρος του. Μπορεί να είμαστε η τελευταία λασκαρισμένη βιδούλα στην τεράστια αμαξοστοιχία του αλλά εφαπτόμεθα, μας ακουμπάει και το ακουμπάμε. Άλλοτε ως άνθρωποι και άλλοτε σαν κανονικές βίδες. Ποιος κερατάς εφηύρε τον μαγνήτη, ε;

Αυτά είπε η Κατερίνα και εκοιμηθηκε έναν ύπνο από εδώ έως την αιωνιότητα. Μείνανε πίσω της οι Μαρίες αυτού του κόσμου που την πίστεψαν και τα έχουν χαμένα. Θα έρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονείς; Κακά μαντάτα σου ‘χω Κατερινάκι. Ήρθε ο καιρός που οι γονείς πάνε στον γενετιστή πως τον λένε, και παραγγέλνουν: το θέλουμε αγόρι ξανθό με γκρι μάτια χέρια πιανίστα και με το δείκτη νοημοσύνης του Αϊνστάιν. Και η επιστήμη τους το… φτιάχνει. Αχ μωρέ. Ο καιρός ήρθε πέρασε εφτασε άλλος καιρός σε λίγο θα προσεδαφιστεί νέος καιρός, πώς λένε οι ναυτικοί: έχει καιρό σήμερα ή θα βρούμε καιρό στ’ ανοιχτά; Έτσι ακριβώς. Έρχονται και μας βρίσκουν οι καιροί αναβαθμίζουν το σύστημά μας όποιος δεν έχει γνήσιο λογισμικό αποσυνδέεται από τον σερβερ του σύμπαντος –είδατε τι έγινε στην Αϊτή που ψωνίζουνε μαϊμούδες Windows- και συνεχίζουμε με τη γλώσσα έξω τα δάχτυλα στα πλήκτρα και το μυαλό στην παγοκυψέλη του στο ψυγείο, για -ο μη γένοιτο- μας χρειαστεί καμιά φορά. Κι όπως ΔΕΝ ειπε η Κατερίνα Γώγου: Σημασία έχει να παραμένεις… όμοιος.
Θάλασσα μνήμη. Ο πιο τρομακτικός καθρέφτης του κόσμου από την εποχή της δημιουργίας. Καμία σχέση μ’ εκείνον της Αλίκης που μπαινόβγαινε σε όνειρα και εφιάλτες αλλά στο τέλος σωζόταν. Αυτός ο καθρέφτης δεν έχει έλεος. Σκύβεις να δεις τα δικά σου και τρελαίνεσαι από τη συνάφεια γεγονότων στα οποία δεν είχες καμιά συμμετοχή. Βλέπεις τον παιδικό σου φασουλή στα χέρια ενός ναύτη από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κοιτάς τις αγάπες που έθαψες τελετουργικά στο νερό να πασχίζουν να ανασάνουν παρασυρμένες από τα κύματα λάβας του ηφαιστείου της Σαντορίνης που κατηφορίζουν για να καταστρέψουν το μινωικό πολιτισμό. Και λίγο πιο κει που ο βυθός έχει ένα σα βουναλάκι από κόκαλα των νεκρών του εμφυλίου βλέπεις ν αναδύεται το πρόσωπο του Μιχάλη του νεανικού σου φίλου που έφυγε από υπερβολική δόση. Όλα τα κρατάει η θάλασσα. Τόσο που καμιά φορά σκέπτομαι μήπως αυτός είναι ο κάτω κόσμος που λέμε. Εκεί που άγιοι και δαίμονες κινούνται με τον παφλασμό ήρεμοι για πάντα κι απαλλαγμένοι από τις θυσίες της ζωής. Θάλασσα μνήμη. Θάλασσα κοιμητήριο για ζωές που δεν ολοκλήρωσαν την τροχιά τους γύρω από τον πλανήτη γη και κατέπεσαν είτε ηρωικά είτε άδοξα.

Παίζει το τραγούδι Στη Σαλαμίνα από το Ρεμπέτικο

Μιας και λέγαμε προηγουμένως για τα ιστορικά γεγονότα που καταπίνει το νερό και τα διατηρεί γι άλλους ως μνήμη και γι άλλους ως ενοχή… Πόσο με συγκίνησε αυτό το τραγούδι από την πρώτη φορά που το άκουσα δεν λέγεται. Αυτή είναι η μαγεία και η μεγαλοσύνη της τέχνης. Της κάθε τέχνης. Διηγείται τώρα κάποιος μιαν ιστορία που έγινε το 1922, την ξέρεις από τα βιβλία και τις ταινίες, άντε να ‘χεις γνωρίσει και κάποιους πρόσφυγες παππούδες ή γονιούς των φίλων σου αλλά ως εκεί. Κι όμως. Είναι μια λέξη, μια στροφή, ο τρόπος που γυρίζει η φωνή σ’ ένα ρεφρέν, που σε χτυπάει κατάστηθα, και ξυπνάει δικές σου μνήμες και ιστορίες σε εντελώς άλλα χρόνια και απολύτως διαφορετικές συνθήκες. Γι αυτό ξινίζω άσχημα όταν ακούω τους βαρύτονους της διανόησης να λένε η τέχνη είναι για τους λίγους και άλλες παρόμοιες ηλιθιότητες. Πιστεύω ακράδαντα ότι η πραγματική τέχνη αγγίζει τους πάντες. Δεν εννοώ ότι την καταλαβαίνουν οι πάντες γιατί εδώ υπεισέρχεται και ο τομέας γνώση παιδεία κλπ που είναι εμπόδια. Αγγίζει λέω. Γεννάει συναισθήματα. Συνεννοηθήκαμε.

Ιατρείον Ασμάτων.

Εδώ η μουσική ακούγεται και καμιά φορά πονάει κιόλας
Παίζει το Σκυλί με τον Κώστα Λειβαδά
Αδέσποτο φαντάζομαι. Γιατί τα δεσποζόμενα είναι κατά κύριο λόγο ράτσας και τα περισσότερα τα έχουν φλωρέψει οι ιδιοκτήτες τους. Σκάνε μια περιουσία και παίρνουν λ.χ. ένα καθαρόαιμο μπόξερ, ένα λαμπραντόρ, ένα δεν ξέρω εγώ τι και το κάνουνε μπιμπελό και ριχτάρι του καναπέ φορώντας του ρούχα, βάζοντάς του φιογκάκια, κουδουνάκια, βλακειούλες γενικώς κι έρχονται τα ζώα και ξεχνούν τη φύση τους. Ενώ το αδέσποτο είναι άλλο πράγμα. Έχει γεννηθεί στο δρόμο είναι αγνώστου πατρός έχει φάει την κλωτσιά σύννεφο αλλά έχει μάθει να επιβιώνει και οσμίζεται το χάδι από χιλιόμετρα. Τρελαίνομαι να βλέπω τα λίγα που έχουν απομείνει στο Σύνταγμα τα οποία περιμένουν το φανάρι για να περάσουν απέναντι προς Ερμού μεριά, κι ακόμα σφίγγεται το στομάχι μου στην ανάμνηση μιας παλιάς εικόνας. Ήμουν προς το τέλος της Ηλιουπόλεως, στο Α΄ Νεκροταφείο, έτοιμη να στρίψω δεξιά όταν είδα έναν αλητάκο να σκύβει στο ρείθρο του πεζοδρομίου που είχε μαζευτεί λίγο νερό της βροχής να σκύβει για να ξεδιψάσει. Τις σπάνιες φορές που εδώ στην Αθήνα ακούω τα βράδια γαυγίσματα από μακριά ένα φτερό κινείται στην καρδιά μου. Σαν ένα κάλεσμα ωραίων αγνώστων για ένα ταξίδι που δεν θα χει γυρισμό αλλά θα κρατήσει για πάντα. Καλησπέρα σας.

Πολύ σωστά έχετε ένα φόβο. Ακόμα πιο σωστά σκέφτεστε ότι όλα αυτά θα μείνουν όνειρα -πόθοι ασεβείς λέγονται πια. Ποιος θα σου δώσει πίσω τη ζωή τα χρόνια σου όσα ξέχασες; Δεν εννοούσαν ακριβώς αυτό όταν χρόνια και χρόνια στο σχολειό μας έβαζαν να γράφουμε για την Αποταμίευση κι ο νικητής κέρδιζε έναν κουμπαρά μ’ ένα πεντακοσάρικο μέσα- το νόμισμα ανάλογα με την αξία του στις εποχές. Δεν υπάρχει κουμπαράς ούτε γραφείο απολεσθέντων βίων και αισθημάτων. Αν δεν φροντίσει κανείς μόνος του να καταχωρίσει κάπου τα σημαντικά του είναι καταδικασμένα στην αιώνια λήθη. Αφ ενός γιατί ποιος νοιάστηκε παιδιά για τις αναμνήσεις και τα σώψυχα του άλλου αφ ετέρου εσύ που νοιάζεσαι γιατί είναι δικά σου μεγαλώνεις και οδεύεις προς μιαν ωραία άνοια όπου δεν θα θυμάσαι ούτε το όνομά σου. Γι αυτό φωνάζω έξω τις νύχτες: γράψτε, ζωγραφίστε, τραγουδήστε, μιλήστε, πείτε τα φωναχτά στον άλλον, τους άλλους, όπου έχει ο καθένας. Μεταδώστε την πληροφορία θα έλεγε ένας τεχνοκράτης. Στείλτε σήματα καπνού λέμε εμείς. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο που εκείνη την ώρα κοιτάζουν τον ουρανό για να διαβάσουν κάτι.
Νομίζω ότι ερωτεύομαι -μου έγραψε ένας νεαρός φίλος του ιατρείου που τώρα κάνει τη θητεία του. Και μου ζήτησε να παίξω τη Μοναξιά του σχοινοβάτη! Λέμε λέμε για τα νέα παιδιά, αλλά την αλήθεια τους δεν θα την πούμε εμείς, εκείνα θα τη βρουν. Ένστικτο είναι που βουτάνε τον έρωτα μέσα στη λύπη; Έχουν τα σώματά τους μνήμη από τα δικά μας και θλίβονται σε βαθμό ανησυχητικό για την ηλικία τους; Δεν ξέρω. Και δεν κρύβω πως μ’ αρέσει να καταλαβαίνω ότι σκέφτονται, ότι αναλύουν τα συναισθήματά τους όσο μπορούν, δεν ξεπετάνε τις μικρές αλήθειες που σιγά σιγά φύονται στη ζωή τους. Όχι, αυτά αποκλείεται να τα βρήκαν και να τα έμαθαν στο Google. Άλλη μηχανή αναζήτησης χρησιμοποιούν. Βιβλία φαντάζομαι, ταινίες, τραγούδια, λόγο και εικόνα και κίνηση που έχουν το μαγικό κλειδί της καρδιάς. Ένα πράγμα θέλω να πω μόνο στο νεαρό μου φίλο. Μόλις βεβαιωθείς ότι ερωτεύτηκες μη βιαστείς. Στο ρελαντί η βόλτα στο όνειρο. Το γιατί θα το καταλάβεις μόνος σου αργότερα. Ν’ ανοίξω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι τελευταία οι Κατσιμιχαίοι δέχτηκαν μια χυδαία επίθεση από διάφορα τρωκτικά του Τύπου, ότι κατέστρεψαν το έντεχνο και κάτι τέτοιες ηλιθιότητες. Καλά ο Χάρης και ο Πάνος δε μασάνε από τέτοια. Έλα όμως που μασάω εγώ και γίνομαι πύραυλος. Ένα σας λέω, το πρωινό μου επάγγελμα (πώς λέμε το πρωί μαθήτρια το βράδυ καθηγήτρια) είναι χρόνια που έχει γίνει λερό και κατακίτρινο. Τώρα πέρασε σε άλλο επίπεδο. Σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών και εκδίκησης επί προσωπικών θεμάτων. Ευλογείτε.

Παίζει το  700 ευρωώ το μήνα με τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη

Πολλή φασαρία κάνουν οι…. 700ρηδες. Ιδού η γενιά σου προηγούμενε φίλε μου. Αγόρια και κορίτσια σαν κι εσένα που σκέφτονται και κάνουν τέχνη τις ανησυχίες τους. Ήταν βέβαια ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης που ολοκληρώνει ιδίοις αναλώμασι τον δίσκο του, από τα δείγματα που έχω στα χέρια μου αλλά και από πληροφορίες που ήρθαν μέχρι εδώ μαθαίνω ότι θα είναι ένας δίσκος που θα μας ταρακουνήσει. Αυτό που ακούσαμε είναι από τα… πειρακτικά ας το πούμε κομμάτια του δίσκου και αυτή είναι και η οριστική του μορφή. Ν’ ακούσουμε όμως τι μπορεί να κάνει ο Αλέξανδρος και στα βαθιά νερά του λόγου ενός Γιώργου Σεφέρη.

Παίζουν οι Θεατρίνοι με τον Αλ Εμμανουηλίδη

Άψογα. Και δεν είναι αυτή η οριστική μορφή του κομματιού. Η νέα γενιά ζητάει το χώρο της, κι ας δεν της τον δώσουν θα μάθει να τον κλέβει για να παραφράσω και τον Ευαγγελάτο. Ποτέ μου δεν πίστεψα στα χαμένα ταλέντα. Χαμένες ζωές και ψυχές τις ποντάρω, τα ταλέντα ουδέποτε. Το Ιντερνετ όσο και να το δαιμονοποιήσουν έχει ανοίξει τις πύλες του ανεξήγητου που θα έλεγε και ο κ. Χαρδαβέλας, που θα πει η δημοσιότητα δεν είναι πλέον ελέγξιμη από τις εταιρείες και την αγορά. Οπότε ίσως κάποτε αυτό που σιχαινόμαστε, τη φράση «αυτά θέλει ο κόσμος», να τη βρούνε και να τη βρούμε μπροστά μας με ανάποδο τρόπο. Ο κόσμος να θέλει δηλαδή αυτά που βλέπει κι ακούει στο διαδίκτυο και όχι το καινούργιο γαύγισμα κάποιας και κάποιου πλατινένιου της Συγγρού και της Ιεράς Οδού.
Ένα πολύ τρυφερό κομμάτι από τους 10 παιδικούς καημούς του Γιώργου Σταυριανού. Ενός συνθέτη που είναι σαν να κάνει ανταρτοπόλεμο με τη δισκογραφία από το 1980 μέχρι σήμερα. Βγάζει ένα δίσκο εξαφανίζεται, ξαναβγάζει δίσκο ξαναχάνεται, στο μεταξύ γράφει βιβλία, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αλλά το παράπονό του νομίζω ότι είναι το τραγούδι. Είναι από τους ανθρώπους που στρίμωξε η δισκογραφική αγορά, δεν κατάφερε φυσικά να τον εξαφανίσει αλλά του πλήγωσε αρκετά τα φτερά του.

Παίζει το Post love με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη

Πολύ χαίρομαι. Που κέρδισε έστω κι ένας ρε παιδί μου αυτή την παρτίδα. Δεν θέλω να σπείρω δαιμόνια παλαιά και να ρωτήσω: αυτή η νίκη πόσο κράτησε; Θα ήταν άδικο. Υπάρχει αγάπη σοβαρή για κάθε διάσταση. Αγάπη για μια ζωή, για δυόμιση χρόνια, για ένα μήνα. Υπάρχει και μια αγάπη πολύ πολύ γερή: Η Αγάπη του όσο διαρκεί ένα βλέμμα.
Παίζει ο Χαμένος ήχος με τον Μανώλη Μητσιά από ζωντανή ηχογράφηση
Όχι μόνο του Σταύρου Ξαρχάκου αγαπητέ Μανώλη Μητσιά, και του Κώστα Κινδύνη, ενός πάρα πολύ αξιόλογου στιχουργού που δεν γνώρισε ποτέ τη φήμη που του ανήκε. Είδατε πως τρέξαμε τα χρόνια πίσω; Στον ΕΛΑΣ επιλοχία ήταν ο νέος εκείνης της εποχής και η γυναίκα που τον αγάπησε είχε σταθεί σ’ αυτή τη φωτογραφία για πάντα, ακόμα κι όταν ήρθαν μετά οι καιροί των συμβιβασμών των ταπεινώσεων και της μεγάλης ένδειας. Αυτό μ αρέσει στα τραγούδια. Που διασχίζουν τον χρόνο οριζόντια και κάθετα κι είναι θέμα δευτερολέπτου να βρεθείς από αντάρτης στον Γράμμο, δερβίσης στη γείτονα χώρα.

Από τα ωραιότερα τραγούδια της ελληνικής δισκογραφία και από την εποχή που ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου ενώνοντας τους δείκτες τους -όπως σ’ εκείνη την αριστουργηματική εικόνα του Μιχαήλ Αγγελλου στην Καπέλα σιξτίνα που ο θεός τείνει το χέρι του στον άνθρωπο- γεννούσαν θαύματα. Και πιστεύω ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία της Δήμητρας Γαλάνη δίνει στο κομμάτι την απόλυτη διάστασή του. Σήμερα αλλού κι αλλιώς ο καθένας, τα θαύματα λιγόστεψαν αν δεν εξέλιπαν κιόλας αλλά ας μη γκρινιάζουμε. Ευλογία για το τραγούδι πολλά από τα πάρα πολλά που έχουν ήδη κάνει. Ίσως μια αγρανάπαυση να τους ξανάδειχνε το δρόμο για το θαύμα. Λέω-εγώ-τώρα.

Παίζει η Τζένη των πειρατών με την Χάρι Αλεξίου

Αυτή ειναι: Και η Χάρις και η Χαρούλα και η Αλεξίου και η Ρουπάκα και η Θηβα και η Αθηνα και τα στάδια όλου του κόσμου. Χαμός γίνεται στο διαδίκτυο, μιλάμε για μουτζαχεντίν που έτσι και ψελίσεις οτι δεν σου άρεσε ο νέος της δίσκος σου παίρνουν το κεφάλι σε δευτερόλεπτα. Δεν χρειάζονται αυτα. Κι εκείνη δεν χρειάζεται όλα τ’ αλλα που κάνει σε επίπεδο δημοσιότητας. Η ιστορία της εχει ήδη γραφεί και ειναι πολύ σημαντική. Η φασαρία που γίνεται σήμερα δεν ειναι παρά λίγη σκόνη στο σύμπαν.

Ως εδώ γι’ απόψε, με το οργανικό κομμάτι που έγραψε ειδικά για την εκπομπή η Μαρία Παπαγεωργίου. Το ιατρείον ασμάτων, ο φύλακας διάβολός σας, θα ξανανοίξει την επόμενη Τετάρτη ακριβώς τα μεσάνυχτα.

Μείνετε συντονισμένοι στο Β΄ Πρόγραμμα.
Εδώ η μουσική ακούγεται και καμιά φορά πονάει κιόλας

Άντε βρε! Καλή χρονιά!. Τώρα τη λέμε. Διότι ως ανήκουσα σε ομάδα υψηλού κινδύνου λόγω ύψους, με το παραμικρό συνάχι μαζεύομαι. Γιατί ξεκίνησα με τον Ξένο… Είναι ένα ζήτημα. Άλλα διηγείται ο Νίκος Γκάτσος άλλα θέλω να πω εγώ και χρειαζόμουν τη λέξη: ξένος. Ήγουν τουτέστιν δηλαδή βούτηξα τη λέξη από το ξένο στόμα για να πω τα δικά μου. Ποιος είναι ο ξένος; Ή καλύτερα ποιος είναι ο τελευταίος ξένος που προσήλθε στη ζωή μας; Ναι ναι ο καινούργιος χρόνος. Το -θα δείξει- σωτήριον 2010. Και γιατί το κάνω θέμα; Μα δεν βλέπετε τι γίνεται γύρω μας; Σοβαροί και ηλίθιοι, μορφωμένοι και στραβάδια, επιστήμονες κι οικοδόμοι, επώνυμοι κι ανώνυμοι -αυτό το τελευταίο πολύ μου αρέσει να το συζητήσουμε κανένα βράδυ-, όλοι, όλες, μανάδες γέροι και παιδιά, που τους βρίσκεις τις τελευταίες 13 ημέρες; Όπου γράφει για ζώδια.! Πρεσβύωπες και μύωπες ακόμα και με τη μέθοδο Μπράιγ ψάχνουν απεγνωσμένα την καλή την είδηση στο ζωδιακό κύκλο. Θα είναι καλό το 2010; Και για ποιους; Τους Ζυγούς ή τους Αιγόκερους; Τους Δίδυμους ή τους Σκορπιούς; Κι αν θα είναι καλή σε ποιον τομέα θα είναι; Στα οικονομικά; Στην υγεία; Στα προσωπικά; Ξεχνάω κανέναν τομέα; Έχει σφίξει τόσο πολύ η πραγματική πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια που σώφρονες άφρονες κάνουμε διανοητικά οχτάρια. Μας βλέπω σε λίγο να κάνουμε ουρές στα Αιγάλεω και στα Περιστέρια που εδρεύουν οι καλύτερες αναγνώστριες καφέ χαρτιών αυγών και μαγικών σφαιρών, να πιαστούμε από κάπου για να πορευτούμε το νέον έτος. Κι ας ξέρουμε πως θα πρόκειται για ένα αγορασμένο ψέμα. Άντε βρε. Καλή χρονιά να εχουμε. Και μια καλησπέρα γι απόψε.
Αν τα τραγούδια ήταν ευχές που έπιαναν θα το ‘χαμε στείλει αυτό το ωραίο κομμάτι του Κώστα Λειβαδά στα νυχτοπαίδια της Αϊτής που όσα ξέρουν να μετρούν πάνω από τα 10 δάχτυλά τους τα έχουν χαμένα: δεν ξέρουν τι νούμερο είναι αυτό που θα αντιστοιχήσει τελικά στους νεκρούς τους. Άνοιξε η γη και κατάπιε τη φτωχότερη χώρα της αμερικανικής ηπείρου όπου ήδη επλήγη από μια σειρά καταστροφών τα τελευταία χρόνια, με τελευταίους τους κυκλώνες του 2008. Τέσσερις μεγάλες καταιγίδες σάρωσαν την Αϊτή τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 2008, στοιχίζοντας τη ζωή 793 ανθρώπων και αφήνοντας άλλους 300 αγνοούμενους έως και σήμερα, κατά τα κυβερνητικά στοιχεία. Η χώρα αντιμετώπισε επίσης σοβαρές πολιτικές ταραχές τον Απρίλιο του 2008, όταν είχαν ξεσπάσει εξεγέρσεις λόγω των -απλησίαστων για την φτωχή πλειοψηφία- τιμών των τροφίμων. Το 70% των Αϊτινών -ακούστε παρακαλώ- ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα• σχεδόν οι μισοί από τους 8,5 εκατ. κατοίκους της είναι άνεργοι. Η διατροφική «ανασφάλεια» πλήττει το 25% του πληθυσμού, περίπου 1,9 εκατ. ανθρώπους, και οι γυναίκες και τα παιδιά είναι τα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού. Οι νεκροί από τα χτεσινά 7,3 Ρίχτερ θα μετρηθούν σε χιλιάδες. Θεέ! Πάλι στην τουαλέτα ήσουν όταν εκεί κάτω γινόταν γης μαδιάμ;

Το σήμα χτυπάει όταν ο κίνδυνος είναι εξωτερικός. Όταν κατασκευάζεις η ίδια τον κίνδυνό σου όμως σωπαίνει. Συμμετέχει στη συνωμοσία κατά του εαυτού σου κι όταν κάτι αχνά ακούγεται λες: η πόρτα θα είναι, το τηλέφωνο, με συγχωρείτε μια στιγμή και πας και το πετάς έξω από σπίτι. Διάβαζα προηγουμένως για την διατροφική ανασφάλεια που πλήττει την Αιτή κι έπεσα να πεθάνω από τη ντροπή μου. Ξέρω, ο καθένας το προσωπικό του πρόβλημα βλέπει βουνό αλλά μήπως γίναμε όπως γίναμε, οστρακοειδείς και μαλαχίτες ακριβώς επειδή έχουμε χάσει ολωσδιόλου την αίσθηση του μέτρου; Όταν τα ¾ σχεδόν του πληθυσμού αυτού του μικρού πλανήτη αντιμετωπίζει διατροφική ανασφάλεια πόσο νομίζετε ακόμα μας παίρνει εμάς να μιλάμε για την υπαρξιακή ή συναισθηματική μας τοιαύτη; Μήπως πρέπει να πέσει επιτέλους εκείνη η περιβόητη φωτιά να μας κάψει; Και για να διασκεδάσω τις λύπες μας, το ωραιότερο το άκουσα το περασμένο Σάββατο από μια φίλη. Βρισκόταν την περασμένη εβδομάδα σ’ ένα από τα μέσα μαζικής μεταφοράς όταν επιβιβάστηκε μια γυναίκα η οποία ζητιάνευε κανονικά λέγοντας το εξής: Παρακαλώ πολύ τη βοήθειά σας γιατί έχω τα νεύρα μου από 4 ετών! Ε, της δίνεις ο,τι έχεις και δεν έχεις; Αν μη τι άλλο ξέρει να κερδίζει το μεροκάματό της.

Κανένα χέρι δεν είναι πιο γερό από το δικό σου. Κανείς δεν μπορεί να σε εκφράσει καλύτερα από σένα. Μη φοβάστε να γράφετε αυτά που σκέπτεστε αισθάνεστε παραμιλάτε. Δεν είναι ανάγκη να είστε συγγραφείς, δεν σας το ζητάει κανένας αυτό. Αντίθετα ο εαυτός σας θα νιώσει ένα νέο αεράκι να μπαινοβγαίνει στον οργανισμό του. Κι αν καμιά φορά ταυτίζεστε με όσα γράφει κάποιος άλλος, όλοι το παθαίνουμε αυτό, αν καμιά φορά διαβάζετε κάτι και νιώθετε να τρέχει το δικό σας αίμα γρηγορότερα και ζηλεύετε αυτόν που το έγραψε, ήρθε η ώρα να σας πω την αλήθεια: Δεν βρήκατε εσείς το χέρι που έγραψε για πάρτη σας. Το χέρι βρήκε εσάς. Όλα αυτά τα χέρια δεν έχουν στη συνέχειά τους ολοκληρωμένους ανθρώπους. Αν δεν είναι εντελώς κομμένα είναι ανεπαίσθητα συνδεδεμένα με ζωές κατεστραμμένες και μυαλά που πηγαινοέρχονται απέναντι. Έτσι δίνουν σε εσάς το ασφαλές εισιτήριο της ξαλάφρωσης από ένα δυνατό συναίσθημα, της έκφρασης ενός πόνου χωρίς να πονάτε πραγματικά εκείνη την ώρα, της αποδραματοποιησης μιας κατάστασης που σας ταράζει. Είναι το πουλάκι που μας βλέπει, όπως είπε προηγουμένως με τη φωνή της ηθοποιού Σύρμως Κεκέ ο Θοδωρής Γκόνης για να τραγουδήσει στη συνέχεια την ανάγκη του η κυρία Γιώτα Νέγκα.

Να πούμε τώρα κάποια πράγματα που ακόμα καθώς φαίνεται σφάζουν και πονάνε με αφορμή ένα βιβλίο. Μου ήρθαν σήματα καπνού από τον Ινδιάνο Βορείου Ελλάδος που έλεγαν: διάβασε το Πατρίδα από βαμβάκι. Τι να κάνω κι εγώ, το διάβασα. Για να το λέει ο Γιώργης θα έχει τους λόγους του. Η πατρίδα από βαμβάκι είναι η Τασκένδη. Εκεί που εγκαταστάθηκαν χιλιάδες Έλληνες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου εδώ στη μητριά πατρίδα. Συγγραφέας είναι η και δημοσιογράφος κυρία Έλενα Χουζούρη, εκδότης είναι Κέδρος. Το βιβλίο αρχίζει στον Γράμμο στις 29 Αυγούστου 1949 και τελειώνει στο ίδιο μέρος και την ίδια μέρα, 29 Αυγούστου, του 1999 πλέον. Τυπικά είναι η ιστορία του γιατρού Στέργιου Χ. που έζησε 18 χρόνια στην Τασκένδη και παραμονές της εδώ δικτατορίας κατηφόρισε νοτιότερα προς τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο για να είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματική του πατρίδα. Όποιος ψάχνει κλειδαρότρυπες δεν θα τις βρει εδώ. Δεν το λέω πονηρά. Εννοώ ότι η συγγραφέας δεν επιχειρεί ούτε κατά διάνοια να διηγηθεί μιαν απλή ανθρώπινη ιστορία με τα προσωπικά της και τα ιδιαίτερά της. Επιδιώκει μέσα από τον ήρωά της να ζωντανέψει στα μάτια μας μιαν ολόκληρη εποχή πολιτικής προσφυγιάς, να χαρτογραφήσει το συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο τόσο των Ελλήνων που πήγαν εκεί όσο και των Ρώσων που τους αποδέχτηκαν. Δεν επιδιώκει συναισθηματικά κρεσέντο, θα έλεγα πως αφηγείται μια σπαρακτική επί της ουσίας ιστορία με τρόπο σχεδόν ψυχρό. Αυτό έχει και τα καλά του και τα κακά του. Κρατώντας τις αποστάσεις της από τον πρωταγωνιστή της ιστορίας καταφέρνει μιαν αρκετά ασφαλή αντικειμενικότητα, αφαιρεί ωστόσο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πολλά από την ψυχολογική γεωγραφία αυτών των ανθρώπων. Όπως και να έχει είναι ένα ωραιότατο μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί παρά τις 370 περίπου σελίδες του, είναι ένα βιβλίο που δείχνει πόση δουλειά και έρευνα έγινε πριν η κυρία Χουζούρη πιάσει το ποντίκι του υπολογιστή στα χέρια της και τελικά είναι ένα κείμενο μια ιστορία μια αφήγηση που γδέρνει ακόμα τα σωθικά όσων δεν βιάστηκαν να ξεχάσουν -ελπίζω και εκείνων που γεννήθηκαν αργότερα και ενδεχομένως αγνοούν εντελώς αυτές τις τραγικές παραμέτρους της ιστορίας μας.
Εντάξει ρε Γρηγόρη δεν είναι αυτό το αλλού, το ξέρω, μη φωνάζεις. Τι να κάνω; Χτες το τέλειωσα το βιβλίο κι είμαι ακόμα στο τραίνο Τασκένδη-Μόσχα.Τούτος ο τόπος είναι ένας κήπος με κλαμένα παιδιά στη ποδιά μιας μάνας για πάντα χαμένης. Είδες ο Νίκος Γκάτσος; Να τα ακούν αυτά και οι καλύτεροι των στιχουργών μας που σηκώνουν ώμους φρύδι και μυτούλα και δηλώνουν ποιητές. Αχ καημένοι μου. Τέλος πάντων, να ξανοίξω πάλι την ατμόσφαιρα μ’ ένα κωμικοτραγικό συμβάν που μου συνέβη. Δηλαδή όχι εμένα ακριβώς, στον αδελφό μου διότι εγώ ανήκω όπως προείπα στις ομάδες υψηλού κινδύνου λόγω ύψους και με προσέχουνε. Τώρα το Δεκέμβριο που μας πέρασε έπρεπε να κάνουμε την ανακομιδή των οστών των γονιών μας. Ανέλαβε τα διαδικαστικά ο Νίκος, στην αρχή είπαμε να παραστούμε μετά κωλώσαμε και τα έκανε ο άνθρωπος του κοιμητηρίου. Ένα πρωί λοιπόν χτυπάει το τηλέφωνο του Νίκου κι ακούει μιαν αντρική φωνή να του λέει: Έλα κύριε Βλαχογιάννη ποια κόκαλα απ’ τον καθένα θέλετε να κρατήσουμε; Παρτον ανάσκελα το Νίκο. Όταν συνέρχεται ψελλίζει: τι ακριβώς εννοείτε; Ο άνθρωπος εννοούσε ότι δεν χωρούσαν σ’ ένα κουτί και οι δύο κι έπρεπε τώρα εμείς να πούμε πιάσε το αριστερό πόδι της μάνας μας και το δεξί μάτι του πατέρα μας. Να γελάσεις ή να ουρλιάξεις; Καλά άλλη λύση δεν υπάρχει; Ρώτησε ξέπνοος ο μικρός που έπαιζε για το χατίρι μου τον μεγάλο. Θα πρέπει να βάλουμε δύο κουτιά του εξηγεί ο κύριος; 150 να βάλετε του ουρλιάζει ο αδελφός μου είναι δυνατόν να με ρωτάτε τέτοια πράγματα; Όσα κουτιά θέλετε βάλτε αλλά τους θέλουμε ολόκληρους παρακαλώ. Όπως καταλαβαίνετε μετά άρχισε ο κανιβαλισμός και η αλυσίδα των τηλεφωνημάτων οι μισοί ξεραθήκαμε στα γέλια οι άλλοι μισοί ζορίστηκαν. Τι μπορεί να σου συμβεί δεν λέγεται. Γι αυτό φωνάζω αδέλφια. Ούτε χώματα θέλω ούτε να με πλησιάσουνε σκουληκάκια και ακάρεα και ο,τι γενικώς κυκλοφορεί εκεί κάτω. Φωτιά, φωτιά. Να γίνω μια ωραία γκρίζα στάχτη. Σαν του τσιγάρου που ήταν όλη μου η ζωή.

Ως εδώ γι’ απόψε, με το οργανικό κομμάτι που έγραψε ειδικά για την εκπομπή η Μαρία Παπαγεωργίου. Το ιατρείον ασμάτων, ο φύλακας διάβολός σας, θα ξανανοίξει την επόμενη Τετάρτη ακριβώς τα μεσάνυχτα.
Μείνετε συντονισμένοι στο Β΄ Πρόγραμμα.
Εδώ η μουσική ακούγεται και καμιά φορά πονάει κιόλας